- ἀνέσει
- ἄνεσαν, ἀνέσει: see ἀνίημι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀνέσει — ἄνεσις loosening fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνέσεϊ , ἄνεσις loosening fem dat sg (epic) ἄνεσις loosening fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
σκιατραφία — και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α [σκιατραφής / σκιατροφῶ] 1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή 2. συνεκδ. μαλθακότητα 3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.) … Dictionary of Greek